Τζώρτζ Ζίρτες,Μπομπίνα, (Εισαγωγή-Μετάφραση: Νίκος Παναγόπουλος)

ΤΖΟΡΤΖ ΖΙΡΤΕΣ

Ο Τζώρτζ Ζίρτες γεννήθηκε στην Βουδαπέστη το 1948 και ήρθε σαν πρόσφυγας στην Αγγλία μετά την Ουγγαρέζικη Εξέγερση το 1956 όπου μεγάλωσε και σπούδασε Καλές Τέχνες στο Νόριτς.
Το έργο του περιλαμβάνεται σε πολλές αγγλικές και διεθνείς ανθολογίες και έχει μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις ευρωπαικές γλώσσες.Είναι επίσης μεταφραστής και έχει βραβευτεί με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μεταφράσεως.
Η ποιητική του συλλογή,Μπομπίνα,βραβεύτηκε το 2004 με το βραβείο Τ.Σ. Έλιοτ από την οποία προέρχονται τα ποιήματα που μετέφρασα και είναι αφιερωμένη “Στην σκιά της παιδικής ηλικίας και το σώμα του ενήλικα“.Η ποίησή του προσπαθεί να εκφράσει δύσκολες αντίθετες αλήθειες που είναι και αφηρημένες και συγκεκριμένες, χαραγμένες στην μνήμη και ξεχασμένες,προσωπικές και γενικές.


Newspaper

The newspaper was faint type on pale grey,
Dissolving into dots on close inspection
As if the whole world could be blown away

Like specks of dust or flimsy bits of fiction.
The place outside was faceless. Words like ranks
Of shadows thinned to an official diction

They learned by osmosis, phalanx by long phalanx,
Until they filled you out and blocked your eyes.
Meanwhile the powdery images of tanks

And flags involved in endless exercise
Expanded over drawers and kitchen shelves
To serve as camouflage for household flies.

Mysterious as blown-out radio-valves,
The children scanned them, seeking to discover
An order of things far beyond themselves

Another world as vast as the grey river
That ran through everything they ever knew.
They watched the delicate paper lift and quiver

In the draught. And everywhere words blew
And settled. On their skin, on their clothes. The air
Was tiny photographic dots that flew

Straight at their faces, tugging at their hair.

Εφημερίδα

Η εφημερίδα ήταν αμυδρά τυπογραφικά στοιχεία σε ξεθωριασμένο γκρι,
Που διαλύονταν σε κουκίδες σε κοντινή επιθεώρηση
Σαν ολόκληρος ο κόσμος να μπορούσε να φύγει με ένα φύσημα μακριά

Σαν μόρια σκόνης ή εύθραυστα κομματάκια της φαντασίας.
Το μέρος απ’έξω ήταν απρόσωπο. Λέξεις σαν σειρές
Από σκιές εκλεπτυσμένες σε ένα επίσημο ύφος

Μαθαίνονται με ώσμωση, φάλαγγα προς μακριά φάλαγγα,
Μέχρι που σε γεμίζουν και μπλοκάρουν τα μάτια σου.
Εν τω μεταξύ οι σκονισμένες εικόνες τάνκ

Και σημαιών εμπλεκομένων σε ατελείωτη εξάσκηση
Εξαπλώθηκαν σε συρτάρια και ράφια της κουζίνας
Για να εξυπηρετήσουν σαν καμουφλάζ για τις μύγες του νοικοκυριού.

Μυστηριώδεις σαν ξεθυμασμένες ραδιενεργές-βαλβίδες
Τα παιδιά τις περιεργάστηκαν, ψάχνοντας να ανακαλύψουν
Μια διάταξη των πραγμάτων πέρα μακριά από αυτά

Έναν άλλο κόσμο τόσο απέραντο όσο ο γκρίζος ποταμός
Που έτρεχε μέσα από οτιδήποτε γνώρισαν ποτέ.
Πρόσεξαν την λεπτή άρση του χαρτιού και το τρεμόπαιγμα

Στην έλξη. Και παντού λέξεις σκορπισμένες στον αέρα
Που έπεφταν. Στο δέρμα τους, στα ρούχα τους. Ο αέρας
Ήταν μικροσκοπικές φωτογραφικές κουκίδες που πετούσαν

Κατ' ευθείαν στα πρόσωπά τους, τραβώντας τα μαλλιά τους.


Mirror


A Mirror into which we continually disappear. Those eyes
Are not ours, nor have they ever been, the more they have looked
For that other, the missing one. She was putting on make-up
And I was behind her, and sun on the wall was aching to speak
But all it could say was goodbye, and again, and goodbye.
And that was the best of it, the joy of the catch in the throat.

B I saw you behind me and knew you were watching. We hung
In the air like shadows with bodies, and time was just leaving, going
Out of the door, into the dark of the hall where the coats hang.
I put on my coat and went out. There was shopping to do and the street
Extended itself in a version of central perspective.
Life was geometry, a drawing of lines with an architect’s pencil.

A Mirror into which so much has disappeared. Shop-windows
Staring back at the traffic, photographs in the album
Of lost things, almost an X-ray of bones buried under the pavement.
I was watching her go. It was foggy, my glasses had misted.
There were grease marks all over the lens as she turned the next corner
Facing the sun now, directly. She was burning to ashes.

B You are always behind me. I am washing my hands at the basin.
I stand and imagine you shaving, your face is pushed forward
Practically touching the mirror. I hear the noise of the shaver.
An aeroplane broods in the distance above the high cloud. I hear you
Saying I love you, and watch myself move from the frame of the mirror
Into the space of the room, which is empty and burning.


Καθρέφτης

Α Ένας καθρέφτης στον οποίο συνεχώς εξαφανιζόμαστε . Εκείνα τα μάτια
Δεν είναι δικά μας, ούτε ήταν ποτέ τους,όσο περισσότερο έψαχναν
για εκείνο το άλλο, αυτό που έλειπε. Έβαζε μεικ-απ
και ήμουν από πίσω της, και ο ήλιος στον τοίχο λαχταρούσε να μιλήσει
αλλά το μόνο που μπορούσε να πεί ήταν αντίο,και πάλι,αντίο.
Και εκείνο ήταν το καλύτερο,η χαρά του κόμπου στο λαιμό.

Β Σε είδα από πίσω μου και ήξερα ότι με κοίταγες. Κρεμόμασταν
Στον αέρα σαν σκιές με σώματα, και ο χρόνος μόλις έφευγε,πήγαινε
Έξω από την πόρτα,στο σκοτάδι του χώλ όπου τα παλτά κρεμόντουσαν.
Έβαλα το παλτό μου και βγήκα έξω. Είχα ψώνια να κάνω και ο δρόμος
Έπεκτεινόταν σε μια έκδοση κεντρικής προοπτικής.
Η ζωή ήταν γεωμετρία,ένα σχέδιο γραμμών με το μολύβι ενός αρχιτέκτονα.

Α Ένας καθρέφτης στον οποίο τόσα πολλά εξαφανίστηκαν. Βιτρίνες
Να κοιτάζουν επίμονα πίσω στην κυκλοφορία, φωτογραφίες στο άλμπουμ
Χαμένων πραγμάτων, σχεδόν μια ακτινογραφία κοκκάλων θαμμένων κάτω από το πεζοδρόμιο.
Την έβλεπα να φεύγει. Ήταν ομιχλώδες, τα γυαλιά μου είχαν θολώσει.
Υπήρχαν σημάδια από λίπη παντού στους φακούς καθώς έστριψε στην επόμενη γωνία
Αντικρύζοντας τον ήλιο τώρα, κατά μέτωπο.Αποτεφρωνόταν.

Β Είσαι πάντα από πίσω μου. Πλένω τα χέρια μου στον νιπτήρα.
Στέκομαι και φαντάζομαι εσένα να ξυρίζεσαι,το πρόσωπό σου είναι μπροστά μπροστά
Σχεδόν αγγίζοντας τον καθρέφτη. Ακούω τον θόρυβο της ξυριστικής μηχανής.
Ένα αεροπλάνο επωάζει την απόσταση επάνω από το ψηλό σύννεφο. Σε ακούω
Να λες σ'αγαπώ, και βλέπω τον εαυτό μου να κινείται από το πλαίσιο του καθρέφτη
Στον χώρο του δωματίου, το οποίο είναι άδειο και καίγεται.

Rough Guide

“... your image destroys
itself, remakes itself, and is never weary” - Octavio Paz, ‘The Prisoner’



Impossible to look directly into
another's eyes. Impossible to look
into your own. You read the dense book
of being like a document you flick through.

Eyes, even an inch apart, are blurs,
clouds, like the concept of yesterday
which has an entity you sometimes stray
into beyond the limits of his and hers.

The unknown: the roughest of the rough guides,
and all it says is: you're here, you'd better make
the best of it. You entered by mistake
and so you'll leave. It's what the route map hides

and languages obscure, the magnetic pull
of all you ever see of the beautiful.

*

But I have seen the beautiful. I know
its contours and the rough guide it provides
is blissfully specific: the hand that rides
the ridge of the collarbone or moves along the brow,

the perfect form of momentary light
in this line or another. It's what Blake
saw at the top of the stair, the terrible earthquake
at the root of the flesh we think of as delight.

It's what you see when you shut your eyes and see,
the angel with the whip or a flaming sword
that burns your eyes down to the spinal cord,
the shit, blood, semen smell of mortality

you get used to because it follows you
everywhere and is both beautiful and true.


Σκληρός Οδηγός

"... η εικόνα σου αυτοκαταστρέφεται,
επαναδημιουργείται, και δεν είναι ποτέ κουρασμένη "- Octavio Paz, "Ο Φυλακισμένος"

Αδύνατο να κοιτάξεις κατ'ευθείαν
σε ενός άλλου τα μάτια.Αδύνατον να κοιτάξεις
και στα δικά σου. Διαβάζεις το πυκνό βιβλίο
της ύπαρξης σαν ένα έγγραφο που το ξεφυλλίζεις γρήγορα.

Τα μάτια, ακόμη και μια ίντσα παράμερα, είναι θαμπάδες,
σύννεφα, όπως η έννοια του χθες
η οποία έχει μία οντότητα την οποία μερικές φορές ξεστρατίζεις
πέρα από τα όρια του δικό του και δικό της.

Το άγνωστο : ο σκληρότερος των σκληρών οδηγών,
και το μόνο που λέει είναι : είσαι εδώ, το καλύτερο που έχεις να κάνεις
είναι ότι καλύτερο μπορείς. Μπήκες κατά λάθος
και έτσι θα φύγεις. Είναι αυτό που ο χάρτης πορείας κρύβει

και οι γλώσσες συσκοτίζουν, την μαγνητική έλξη
που έχει το μόνο που βλέπεις το όμορφο.

*

Αλλά έχω δει το όμορφο. Ξέρω
τα περιγράμματά του και ο σκληρός οδηγός που παρέχει
είναι μακαρίως συγκεκριμένος: το χέρι που διασχίζει
την κορυφογραμμή της κλείς του ώμου ή κινείται κατά μήκος του φρυδιού,

η τέλεια μορφή στιγμιαίου φωτός
σε αυτήν την γραμμή ή σε άλλη. Είναι αυτό που ο Μπλέηκ
είδε στην κορυφή της σκάλας, τον φοβερό σεισμό
στην ρίζα της σάρκας που θεωρούμε ως απόλαυση.

Είναι αυτά που βλέπεις όταν κλείνεις τα μάτια σου και βλέπεις,
τον άγγελο με ένα μαστίγιο ή ένα φλεγόμενο ξίφος
που καίει τα μάτια σου εως κάτω στο νωτιαίο μυελό,
το σκατό,το αίμα,την μυρωδιά σπέρματος της θνητότητας

που συνηθίζεις επειδή σε ακολουθούν
παντού και είναι και όμορφα και αληθινά.

Water


The hard beautiful rules of water are these:
That it shall rise with displacement as a man
does not, nor his family. That it shall have no plan
or subterfuge. That in the cold, it shall freeze;
in the heat, turn to steam. That it shall carry disease
and bright brilliant fish in river and ocean.
That it shall roar or meander through metropolitan
districts whilst reflecting skies, buildings and trees.

And it shall clean and refresh us even as we slave
over stone tubs or cower in a shelter or run
into the arms of a loved one in some desperate quarter
where the rats too are running. That it shall have
dominion. That it shall arch its back in the sun
only according to the hard rules of water.


Νερό

Οι σκληροί όμορφοι κανόνες του νερού είναι αυτοί:
Ότι θα αυξηθεί με την εκτόπιση όχι όπως κάνει ένας άνθρωπος,
ούτε όπως η οικογένειά του. Ότι δεν θα έχει κανένα σχέδιο
ή τέχνασμα. Ότι στο κρύο, θα παγώσει'
στη θερμότητα, θα γίνει ατμός. Ότι θα φέρει ασθένεια
και φωτεινά εξαίσια ψάρια στον ποταμό και τον ωκεανό.
Ότι θα βρυχηθεί ή θα ελιχτεί μέσα από μητροπολιτικές
συνοικίες ενώ θα απεικονίζει ουρανούς, κτήρια και δέντρα.

Και θα μας καθαρίσει και θα μας αναζωογονήσει ακόμη και όταν πασαλειβόμαστε
πάνω σε πέτρινες μπανιέρες ή μαζευόμαστε σε ένα σκέπαστρο ή τρέχουμε
στην αγκαλιά κάποιου αγαπημένου σε κάποια απελπισμένη στιγμή
όπου κι οι αρουραίοι επίσης τρέχουν. Ότι θα έχει
κυριαρχία.Ότι θα καμπουριάσει την πλάτη του στον ήλιο
μόνο σύμφωνα με τους σκληρούς κανόνες του νερού.
Arrival


Finally we arrived at the city of silence,
enormous, high-walled, its furious traffic lights
signalling in panic. The streets were covered over
in thick rugs. It was a place without doors, a series
of moving mouths.
Their eyes, of course, spoke volumes,
vast encyclopaedias. There was little light reading.
Their white gloves fluttered before them
with grotesquely dancing fingers.

It was written that all this should be as it was.
Their thought-crimes, hand-crimes, and heart-crimes
were listed in long numbered chapters.
Policemen pulled faces or pointed at notices.
The civic authorities were sleeping in the park.
DO NOT DISTURB, said the signs.
ASK NO AWKWARD QUESTIONS.

The rest went on feeding and breeding.
They were planting tongues in the cemetery,
thick flowering shrubs of silence.
Αφιξη

Τελικά φθάσαμε στην πόλη της σιωπής,
τεράστια, με ψηλούς τοίχους, τα μανιασμένα φώτα κυκλοφορίας
της να κάνουν σήματα πανικοβλημένα.
Οι δρόμοι ήταν σκεπασμένοι με παχιά χαλιά.
Ήταν ένα μέρος χωρίς πόρτες, μια σειρά
στομάτων που ανοιγόκλειναν.
Τα μάτια τους,φυσικά, έλεγαν τόμους,
απέραντες εγκυκλοπαίδειες. Υπήρχε λίγο ελαφρό διάβασμα.
Τα άσπρα γάντια τους χτυπούσαν ακανόνιστα μπροστά τους
με δάχτυλα που χόρευαν αλλόκοτα.

Γράφτηκε ότι όλο αυτό πρέπει να είναι όπως ήταν.
Τα εγκλήματα της σκέψης τους, τα εγκλήματα που διέπραξαν με τα χέρια τους, και τα εγκλήματα της καρδιάς τους
ήταν κατανεμημένα σε μεγάλου αριθμού κεφάλαια.
Οι αστυνομικοί έκαναν μορφασμούς ή έδειχναν τις ειδοποιήσεις.
Οι κρατικές αρχές κοιμόντουσαν στο πάρκο.
ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ,έλεγαν οι πινακίδες.
ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΑΔΕΞΙΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ.

Οι υπόλοιποι συνέχισαν να τρέφουν και να μεγαλώνουν.
Φύτευαν γλώσσες στο κοιμητήριο,
πυκνούς ανθισμένους θάμνους της σιωπής.



Ariadne Observed by the Eumenides


A Whose heart would not be moved by the plight of this woman,
Cheated and abandoned on Naxos, poor soul, having given
Her heart like the others before her, whole femme-loads deserted.
Who’d not be driven to fury by evil- or faint-hearted
Wooers and louses? Who after all are the masters?
The sailors? Bull-slayers? I tell you: all men are bastards.

B One winter night by the bus stop I saw a girl crying,
Her make-up quite smudged with her tears. I was dying
To seek out the arsehole and hex him. Her heart was a broken
Axle, her chassis was holed, there was about her a terrible shaking.
She hovered before me like a wisp of fog in the fury
Of the downpour and how I longed to do him an injury.

A I saw her too. I could look clean through her trembling body,
Cities were alight there, her organs were screaming. Had he
Appeared that moment, I would have torn him asunder.
Can anyone explain why men are happy to slander
The tenderest feelings and leave behind them such agony?
Let’s fuck him up now and haunt him to buggery.


B Disaster will come to him too in due season,
Any day now, on that hardly distant horizon.
Let him arrive there. Let her mourning be beautiful.
I hear drums and leopards. Some gods at least can be useful.
Bacchus will look after her, from now on, for ever.
The rat’s almost home. I can just see the face of his father.

Η Αριάδνη Υπο το βλέμμα των Ευμενίδων


A Ποιανού η καρδιά δεν θα συγκινιόταν από το χάλι αυτής της γυναίκας,

Εξαπατημένη και εγκαταλελειμένη στην Νάξο, καημένη ψυχή, έχοντας δώσει

Την καρδιά της σαν τις άλλες πριν από αυτήν, ένα σωρό θηλυκότητα εγκαταλελειμένη.

Ποιος δεν θα οδηγιόταν στη μανία από το κακό- ή δειλοί

Μνηστήρες και άθλιοι ; Ποιοι είναι τελικά οι κύριοι;

Οι ναυτικοί; οι φονιάδες ταύρων; Σας λέω: όλοι οι άντρες είναι μπάσταρδοι.


B Μια χειμερινή νύχτα κοντά στη στάση του λεωφορείου είδα ένα κορίτσι να κλαίει,

Το μεικ-απ της αρκετά λεκιασμένο από τα δάκρυα της.Καιγόμουν να

Αναζητήσω τον κόπανο και να τον καταραστώ. Η καρδιά της ήταν ένας σπασμένος

Άξονας, το σασσί της ήταν τρυπημένο, υπήρχε σε αυτήν ένα τρομερό τράνταγμα.

Αιωρήθηκε μπροστά μου σαν μια τολύπη της ομίχλης στη μανία

Της νεροποντής και πόσο λαχταρούσα να του κάνω ζημιά.


A Την είδα και εγώ.Μπορούσα να δώ καθαρά μέσα από το τρεμάμενο σώμα της,

Πόλεις ήταν φλεγόμενες εκεί, τα όργανά της ούρλιαζαν. Αν είχε

Εμφανιστεί εκείνη την στιγμή, θα τον είχα κάνει κομμάτια.

Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει γιατί οι άντρες χαίρονται να δυσφημούν τα

Τρυφερότερα αισθήματα και αφήνουν πίσω τους τόση αγωνία;

Ας τον χαλάσουμε τώρα και να τον βασανίζουμε στην σοδομία.



B Καταστροφή θα έρθει και σε αυτόν επίσης στην κατάλληλη εποχή,

Οποιαδήποτε ημέρα τώρα, σε εκείνο τον μετά βίας μακρινό ορίζοντα.

Αφήστε τον να φθάσει εκεί.Αφήστε ο θρήνος της να είναι όμορφος.

Ακούω τύμπανα και λεοπαρδάλεις.Κάποιοι θεοί μπορούν τουλάχιστον να είναι χρήσιμοι.

Ο Βάκχος θα την φροντίζει, από τώρα και στο εξής, για πάντα.

Ο αρουραίος έχει σχεδόν φτάσει σπίτι του.Μπορώ σχεδόν να δω το πρόσωπο του πατέρα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: